- δασμόβιος
- -α, -ο(για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο επειδή τόν προστατεύει το δασμολογικό καθεστώς, οι δασμοί που έχουν επιβληθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + -βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, μακρόβιος, μηχανόβιος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.